- ύπαρχος
- ο / ὕπαρχος, ΝΜΑυπαρχηγός, υποδιοικητήςνεοελλ.ναυτ. ο αμέσως μετά τον κυβερνήτη μάχιμος αξιωματικός πολεμικού πλοίου, ο οποίος αποτελεί τον άμεσο βοηθό και συνεργάτη τουνεοελλ.-μσν.φρ. «ύπαρχος τού στρατοπέδου»(στο Βυζ.) ο υπεύθυνος τής επιμελητείας τού στρατού σε περίοδο εκστρατείας, αλλ. μέγας στρατοπεδάρχηςαρχ.1. στρ. υποστράτηγος2. έπαρχος3. ο υποταγμένος σε κάποιον («τοὺς Καρχηδονίων ὑπάρχους», Πολ.)4. (κατά τον Ησύχ.) «ὕπαρχοςοἰκονόμος, πολέμου στρατηγός»5. φρ. «ὕπαρχος πόλεως» — διοικητής πόλης, πολίαρχος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + -αρχος (< ἀρχός «αρχηγός» < ἄρχω), πρβλ. ἔπ-αρχος].
Dictionary of Greek. 2013.